- φυλακτῆρας
- φυλακτήρmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλακτήρας — ο / φυλακτήρ, ῆρος, ΝΑ νεοελλ. μέρος τού σπαθιού ή τού ξίφους που προφυλάσσει το χέρι από τα χτυπήματα τού αντιπάλου αρχ. 1. φύλακας, φρουρός 2. αυτός που διατηρεί, που φυλάγει κάτι μέσα του («λάκκους φυλακτῆρας ὑδάτων», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
υποφυλακτήρας — ο, Ν μεταλλικός προφυλακτήρας τής σκανδάλης τυφεκίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + φυλακτήρας (πρβλ. προ φυλακτήρας). Η λ., στον λόγιο τ. ὑποφυλακτήρ, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
σπινθηροφυλακτήρας — ο, Ν τεχνολ. συρμάτινο πλέγμα στο στόμιο τής καπνοδόχου μιας ατμομηχανής για να συγκρατεί τους εκτοξευόμενους σπινθήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρας + φυλακτήρας (< φυλάσσω)] … Dictionary of Greek